αίμων

αίμων
Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του βασιλιά των Θηβών Κρέοντα, που βασίλευσε μετά τον Οιδίποδα. Ήταν ο τελευταίος Θηβαίος που κατασπαράχθηκε από τη Σφίγγα, γιατί δεν μπόρεσε να λύσει το αίνιγμά της. Ο Σοφοκλής, στην τραγωδία του Αντιγόνη, αναφέρει ότι ο Α., μνηστήρας της Αντιγόνης, αυτοκτόνησε όταν εκείνη τάφηκε ζωντανή με διαταγή του πατέρα του, γιατί έθαψε τον αδερφό της Πολυνείκη. Ο Ευριπίδης στη διασκευή του μύθου αναφέρει ότι ο Α. παντρεύτηκε την Αντιγόνη με την οποία απέκτησε παιδί, που πήρε το όνομα του πατέρα του.
* * *
αἵμων -ονος, ο (Α)
1. αβέβαιης σημασίας
στην ομηρ. φράση «Σκαμάνδριον αἵμονα θήρης...» σήμαινε πιθ. «τον πρόθυμο για» ή, κατά νεώτερη ετυμολογία (βλ. ετυμολ. λ. αίμα), «αυτόν που χτυπάει με βέλη» (< ἵημι)
2. γεμάτος αίματα, καταματωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σημ. (1) οδηγεί μάλλον στην ετυμολόγηση τής λ. από το ἵημι (βλ. λ. αἷμα), ενώ η σημ. (2) πρέπει να έχει προέλθει με απόσπαση τού αἵμων από σύνθετα τής λ. αἷμα (ἀν-αίμων, φιλ-αίμων, πολυ-αίμων κ.τ.ό.), δηλ. σε χρόνους που η λ. αἷμα είχε ήδη αποκτήσει τη γνωστή σημασία της].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Αἵμων — eager masc nom/voc sg Αἷμος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἵμων — eager masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱμῶν — αἱμός masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἱμόνεσσιν — Αἵμων eager masc dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱμόνεσσιν — αἵμων eager masc dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἱμόνων — Αἵμων eager masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱμόνων — αἵμων eager masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἵμονα — Αἵμων eager masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἵμονα — αἵμων eager masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἵμονες — Αἵμων eager masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”